Σχέση ποινικής με διοικητική δίκη: Απόφαση 1992/2016 ΣτΕ και αλλαγή του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔικ

Το ζήτημα της σύζευξης μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής δικαιοσύνης επί υποθέσεων επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις που καλύπτουν επιπροσθέτως την υπόσταση συγκεκριμένων μορφών αξιοποίνων πράξεων, απασχόλησε επί μακρόν τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα το θέμα που ετίθετο μετ’ επιτάσεως μπορεί να συμπυκνωθεί στο ερώτημα κατά πόσον είναι νομικά ορθό επί μιας συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς για την οποία έχει εκδοθεί αμετακλήτως αθωωτική απόφαση από τον Ποινικό Δικαστή, να καταδικάζεται ο αυτός διάδικος από τον Διοικητικό Δικαστή σε πληρωμή προστίμων. Μέχρι τούδε η νομολογία που είχε διαμορφωθεί θεωρούσε ότι δεν ασκούσε νομική επιρροή η ως άνω αντίφαση όσον αφορά στην ισχύ της αρχής ne bis in idem και αυτό γιατί υπολάμβανε ως περιβάλλον εφαρμογής της εν λόγω αρχής την εκάστοτε δικαιοδοσία. Πράγματι με βάση τη συνταγματικώς κατοχυρωθείσα διάκριση των δικαιοδοσιών σε πολιτική, ποινική και διοικητική δεν νοείτο από συνταγματική άποψη παραβίαση της ne bis in idem αφού εξ ορισμού θα επρόκειτο για διαφορετικό αντικείμενο δίκης ενώπιον της εκάστοτε δικαιοδοσίας. Πλην όμως η ερμηνεία αυτή δεν βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος με την νομολογία του ΕΔΔΑ που αποτελεί και τον θεματοφύλακα τήρησης της ΕΣΔΑ από τα κράτη μέλη. Κατόπιν πολλαπλών καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, σχετικές με παραβάσεις της αρχής ne bis in idem, το ΣτΕ με πρόσφατη νομολογία του, αποφάσισε να διευθετήσει οριστικά το εν λόγω θέμα με μια απόφαση που αποτελεί σταθμό για ένα αρκετά σημαντικό μέρος δικαστηριακής ύλης.

Με την υπ’ αριθμ. 1992/2016 απόφασή του, το ΣτΕ (Β΄ Τμήμα, Επταμελή Σύνθεση) έκανε δεκτή την αίτηση επαναλήψεως της αναιρετικής ενώπιον του διαδικασίας, κατόπιν σχετικής καταδικαστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα έκρινε ότι επί υποθέσεων λαθρεμπορίας, οι διοικητικού δικαίου κανόνες οι οποίοι προβλέπουν την επιβολή προστίμων έχουν ποινικό χαρακτήρα υπό την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, συνεπώς εφόσον έχει μεσολαβήσει αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου επί της κατηγορίας της λαθρεμπορίας, ο διοικητικός δικαστής δεν μπορεί να απόσχει από την κρίση αυτή και να επιβάλλει διοικητική κύρωση, διαφορετικά παραβιάζεται η αρχή ne bis in idem.

Η εν λόγω απόφαση αποτελεί νομολογιακό ορόσημο όσον αφορά στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem μεταξύ δύο διαφορετικών κλάδων της δικαιοσύνης, ήτοι της ποινικής και της διοικητικής και αναμένεται να έχει πλήθος εφαρμογών σε σωρεία υποθέσεων λαθρεμπορίας και τελωνειακών παραβάσεων που εκκρεμούν ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων. Παράλληλα διανοίγει το νομικό πεδίο ώστε κατ’ αναλογία οι παραδοχές της αποφάσεως αυτής να τύχουν εφαρμογής και σε πληθώρα άλλων διοικητικών διαφορών που ερείδονται σε διατάξεις από τις οποίες προκύπτουν αλληλεπιδράσεις με το χώρο της ποινικής δικαιοσύνης.

Η νομική διαφορά στην οποία εδράζεται η υπ’ αριθμ. 1992/2016 απόφαση του ΣτΕ, αφορά σε επιβολή πολλαπλού προστίμου από το Διευθυντή της Διεύθυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ.), για λαθραία εισαγωγή και κυκλοφορία στη χώρα ενός αυτοκινήτου. Κατά του προστίμου ο διάδικος άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου η οποία απορρίφθηκε, εν συνεχεία δε απορρίφθηκε και η ασκηθείσα έφεσή του από το επιληφθέν Διοικητικό Εφετείο, ενώ και το ΣτΕ ως αναιρετικό δικαστήριο επίσης απέρριψε την σχετική αίτηση αναιρέσεως. Κατόπιν τούτου ο διάδικος άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, παραπονούμενος για παραβίαση της αρχής ne bis in idem (αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) διότι καταδικάστηκε από τη διοικητική δικαιοσύνη να καταβάλλει πολλαπλά τέλη, ενώ για το ίδιο αδίκημα της λαθρεμπορίας, είχε τύχει αθώωσης και μάλιστα αμετακλήτως, από τα ποινικά δικαστήρια.

Το Ά τμήμα του ΕΔΔΑ με την από 30.4.2015 απόφασή του δεν απομακρύνθηκε από την πάγια νομολογία του σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ne bis in idem, καθώς και τη διακρίβωση της έννοιας της ποινικής φύσης της κατηγορίας κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο τρία κριτήρια (κριτήρια Engel) λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια κύρωση έχει και ποινικό χαρακτήρα : ο νομικός χαρακτηρισμός του επίδικου μέτρου από την εσωτερική έννομη τάξη, η φύση του μέτρου και ο βαθμός σοβαρότητας της κύρωσης. Σύμφωνα με τη νομολογία δηλαδή, θα πρέπει η κρίση να βασίζεται σε ad hoc στοιχεία, ιδιαιτέρως δε να ερευνάται η βαριά ή όχι φύση της παράβασης, ο αποτρεπτικός/ κατασταλτικός χαρακτήρας του μέτρου, το ποσό του προστίμου αλλά και το ύψος του διακυβεύματος για το διάδικο. Σημειωτέον ότι τα κριτήρια αυτά είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά.

Με τις νομικές σκέψεις αυτές το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα επί της επιδίκου υποθέσεως, ότι οι κανόνες του διοικητικού δικαίου δυνάμει των οποίων επιβάλλονται με τη μορφή κυρώσεων πρόστιμα για παραβάσεις που έχουν να κάνουν με λαθρεμπορία αυτοκινήτων, έχουν χαρακτήρα ποινικό. Υπό την έννοια αυτή εφόσον για το αυτό αδίκημα έχει ήδη εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση των ποινικών δικαστηρίων, αποτελεί παραβίαση της αρχής ne bis in idem η καταδίκη του διαδίκου για την αυτή πράξη, σε πληρωμή τελών από το χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης.

Με αυτά τα δεδομένα επιλήφθηκε το ΣτΕ της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας και πράγματι οδηγήθηκε σε αναπροσαρμογή της μέχρι τούδε νομολογίας του, σύμφωνα με την οποία ενδεχόμενη ταύτιση του αντικειμένου μεταξύ ποινικής και διοικητικής δίκης ως προς τις υποθέσεις επιβολής τελών λαθρεμπορίας, είναι αντισυνταγματική καθώς προσκρούει στο άρθρο 94 παρ. 1 του Σ περί διάκρισης των δικαιοδοσιών. Η μεταστροφή αυτή του ΣτΕ ούτως ώστε πλέον να συνάδει με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που είναι και το κατεξοχήν αρμόδιο δικαστήριο για την εφαρμογή της ΕΣΔΑ από τα κράτη – μέλη, στηρίχτηκε στις εξής διαπιστώσεις : α) η προηγούμενη νομολογία δεν είχε παγιωθεί, β) δεν υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην απόφαση 1741/2015, γ) δεν συνάδει με την βασική αρχή της φιλικής προς την ΕΣΔΑ (εκ του άρθρου 28 του Σ) ερμηνείας του Συντάγματος.

Βάσει της απόφασης 1992/2016, το ΣτΕ υιοθέτησε τα κριτήρια Engel ως προς τον χαρακτηρισμό μιας διοικητικής κύρωσης ως «ποινή», εξειδικεύοντας αυτά έτι περαιτέρω, ούτως ώστε να είναι συμβατά με τα χαρακτηριστικά της εθνικής νομοθεσίας.

Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με το κριτήριο της φύσης της παράβασης, εξετάζεται ιδίως αν ο οικείο κανόνας αναφέρεται γενικά στα υποκείμενα δικαίου, λ.χ. υπό την ιδιότητά τους ως φορολογούμενων, στοιχείο που συμβάλλει στη θεμελίωση του «ποινικού χαρακτήρα» της υπόθεσης. Επίσης εξετάζεται ο σκοπός του κανόνα, δεδομένου ότι οι «ποινικές κυρώσεις» αποβλέπουν τόσο στην αποτροπή της παράβασης όσο και στον κολασμό του παραβάτη. Ο γενικός υπό την ανωτέρω έννοια, χαρακτήρας του οικείου κανόνα σε συνδυασμό με τον τιμωρητικό και αποτρεπτικό σκοπό της προβλεπόμενης κύρωσης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί «ποινικής υπόθεσης». Σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αποδίδεται βαρύτητα και στο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει θεσπιστεί ο σχετικός κυρωτικός κανόνας, δεδομένου ότι τα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προστατεύονται κατ’ αρχήν από το «ποινικό δίκαιο». Τέλος η υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια), ως νόμιμη προϋπόθεση για την επιβολή της κύρωσης, λαμβάνεται επίσης υπόψη ως στοιχείο που κατατείνει στην αποδοχή της ύπαρξης «ποινικής» διαδικασίας.

Περαιτέρω ως προς το κριτήριο που συνίσταται στη φύση και στη βαρύτητα της κύρωσης, επεσήμανε ότι αυτό ερευνάται στη βάση της πιο αυστηρής κύρωσης που θα μπορούσε να επιβληθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο και δευτερευόντως, της πράγματι καταγνωσθείσας στην εκάστοτε συγκεκριμένη υπόθεση. Αναφορικά με τις χρηματικές κυρώσεις εξετάζεται το ύψος του οικείου ποσού (κατ’ αρχήν του μέγιστου που θα μπορούσε να επιβληθεί). Πρόστιμα μερικών χιλιάδων ευρώ εκτιμώνται συνήθως ως αρκούντως σοβαρά ώστε να συνηγορούν στην ύπαρξη «ποινής». Κάτι τέτοιο ισχύει πολύ περισσότερο για διοικητικά πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, όπως αυτά που επιβλήθηκαν βάσει του παρόντος ιστορικού της υποθέσεως λαθρεμπορίας.

Το ΣτΕ εφαρμόζοντας τις ως άνω διαπιστώσεις και με μια σύμφωνη προς την ΕΣΔΑ ερμηνεία, δέχτηκε την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας ως βάσιμη κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ότι, η προγενέστερη απόφασή του και απορριπτική της αναιρέσεως του αιτόυντος, ενέχει παραβίαση (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή) του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, βάσει των κριθέντων με την από 30.4.2015 απόφαση του ΕΔΔΑ, καθώς δεν ελήφθη υπόψη η σχετική αμετάκλητη απόφαση του Πλημμελειοδικείου Αθηνών περί αθώωσης του αιτούντος.

Οι τομές που εισήγαγε στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης το ΣτΕ με την ως άνω αναλυθείσα απόφασή του, δεν διέλαθαν της προσοχής του νομοθέτη όπως διεφάνη με την ψήφιση του ν. 4446/2016.

Στο άρθρο 17 του εν λόγω νομοθετήματος επέρχεται τροποποίηση του άρθρου 5 παρ. 2 του ΚΔΔικ, δια της οποίας επιτυγχάνεται η διεύρυνση της δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων τόσο από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις όσο και από τα αμετάκλητα απαλλακτικά βουλεύματα.

Με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφές ότι το Ελληνικό Κράτος δια των αρμοδίων οργάνων του, αναπροσαρμόζοντας τη νομολογία του και επανακαθορίζοντας συγκεκριμένους όρους της νομοθεσίας του, πλέον συμπλέει πλήρως με τα οριζόμενα του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, όπου και κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem ως ισχύουσα πέραν των ορίων που επιβάλλονται από το κανονιστικό εύρος πλειόνων δικαιοδοσιών.