ΣτΕ Ολ 359/2020: Αρχή ne bis in idem και αναφυόμενα ζητήματα (Άρθρα 4 παρ. 1 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ & 50 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης)

ΚΑΛΟΝΟΜΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

Με την υπ’ αριθμ. 359/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου για υπόθεση σχετική με την επιβολή της διοικητικής κύρωσης του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας (υπαρχούσης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο αδίκημα) εκρίθησαν τα ακόλουθα (πηγή: https://www.ddikastes.gr/node/5493):

Αρχικά το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία των άρθρων 26, 94 και 96 του Συντάγματος.

Σχετικά με το άρθρο 94 (σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ.1), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η καταστολή της φοροδιαφυγής, που αποτελεί επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), συνιστά βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, της οποίας οι πράξεις ελέγχονται από πλευράς νομιμότητας από τα διοικητικά δικαστήρια.

Το δε άρθρο 96, σχετιζόμενο με τη δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, δεν απαγορεύει στη Διοίκηση να επιβάλει χρηματικές κυρώσεις, ακόμα και με “ποινικό” κατά την ΕΣΔΑ χαρακτήρα, για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ούτε αυτό αποκλείεται από την ΕΣΔΑ και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, μη συντρεχούσης επομένως της ανάγκης για εναρμονισμένης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας του Συντάγματος, όπως υποστήριξε η μειοψηφία.

Οι δε σοβαρότερες περιπτώσεις φοροδιαφυγής μπορούν να αποτελούν κατά τον νομοθέτη, λόγω της έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας που τους πρέπει, πέρα από διοικητικές παραβάσεις, και ποινικά αδικήματα, χρήζοντας συμπληρωματικών κυρώσεων χάριν αποτελεσματικότητας. Ενόψει όμως των άρθρων 26 και 94 παρ. 1 του Συντάγματος, αναφύεται κατά αυτόν τον τρόπο  για τις περιπτώσεις της φοροδιαφυγής διπλή, διοικητική και ποινική διαδικασία, η οποία θα πρέπει να οργανώνεται νομοθετικά και να εκτελείται με τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται αφού ο διοικητικός δικαστής κρίνει τελεσιδίκως την ουσία της υπόθεσης, δεδομένου άλλωστε ότι τυχόν ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη σε περίπτωση που η σχετική καταλογιστική διοικητική πράξη κριθεί από το διοικητικό δικαστήριο παράνομη.

Οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις έχουν επιπλέον το νόημα ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να εξαρτά την άσκηση των εξουσιών αυτών της Διοίκησης  ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για την επίλυση των αναφυόμενων διαφορών από την για το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας ποινική καταδίκη του φορολογουμένου. Δεν αποκλείεται όμως για τέτοιες περιπτώσεις διπλής ρύθμισης να θεσπίζονται και εφαρμόζονται διατάξεις, όπως το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, βάσει των οποίων η αμετακλήτως περατωθείσα ποινική διαδικασία να επιδρά στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις, στον βαθμό που δεσμεύουν ως προς την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης τον διοικητικό από τον ποινικό δικαστή, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, και αυτό διότι ο μόνος αρμόδιος για την ακύρωση ή τροποποίηση της διοικητικής καταλογιστικής πράξης στο τεκμήριο νομιμότητας της οποίας στηρίζεται η ποινική διαδικασία είναι κατά το Σύνταγμα ο διοικητικός δικαστής.

Κατά τη μειοψηφία, η επιβολή κατ’ ουσίαν ποινικών -κατά τα κριτήρια Engel-  κυρώσεων από τη Διοίκηση είναι αντίθετη με το άρθρο 96 του Συντάγματος.

Προχωρώντας στην ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο εξέθεσε τις αναγκαίες για την ενεργοποίηση της αρχής ne bis in idem προϋποθέσεις, σημειώνοντας ότι συνιστά έκφραση της αρχής του κράτους και της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων. Έτσι, απαιτούνται περισσότερες της μίας διακεκριμένες κατ’ ουσίαν και χρόνον “ποινικές”, κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ βάσει των κριτηρίων Engel, διαδικασίες επιβολής κύρωσης, μη συνδεόμενες στενά μεταξύ τους. Η μία από αυτές θα πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση που, αν αθωωτική, θα πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, ενώ και οι δύο θα πρέπει να αφορούν το αυτό πρόσωπο και την αυτή κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά βάσει της οποίας επιβλήθηκε η κύρωση. Σύμφωνα δε με προηγούμενη νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ, η εκκίνηση και εξέλιξη εθνικής διοικητικής διαδικασίας για επιβολή διοικητικής χρηματικής κυρώσεως ενόψει φορολογικής ή τελωνειακής παραβάσεως αντιβαίνει, καταρχήν, στο εν λόγω άρθρο της ΕΣΔΑ αν για την αυτή κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη αμετακλήτως περατωθεί η αντίστοιχη εθνική ποινική.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι προϋποθέσεις συνέτρεχαν στην εξεταζόμενη υπόθεση. Πρώτον, οι δύο διαδικασίες, διοικητική και ποινική, προβλέπονταν από τη σχετική νομοθεσία ως αυτοτελείς, ώστε η τυχόν επιβληθείσα κύρωση στη μία να μην λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής στην άλλη, και κατέληξαν σε διαφορετικά πορίσματα κατόπιν διαφορετικής εκτίμησης της ουσίας της υπόθεσης. Παράλληλα, η αυτή παράβαση ορίζεται με τον ίδιο τρόπο στη διοικητική και ποινική νομοθεσία και έχουν, καταρχήν, τους αυτούς βασικούς στόχους, ήτοι την αποτελεσματική γενική πρόληψη και τιμωρία του παραβάτη, ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, καθώς για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης απαιτείται άμεσος δόλος. Οι δύο διαδικασίες είναι και χρονικά διακριτές, καθώς η ποινική έχει ολοκληρωθεί αμετακλήτως προ δεκαπενταετίας, ενώ η διοικητική εκκρεμεί.

Δεύτερον, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, υποθέσεις πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, όπως εν προκειμένω, έχουν “ποινικό”, κατά τα κριτήρια Engel, χαρακτήρα. Αυτό προκύπτει λόγω του σημαντικού ύψους τους,  του χαρακτήρα τους ως διοικητικών κυρώσεων ενόψει του σκοπού της πρόληψης και του κολασμού και του χαρακτηρισμού τους από τη νομοθεσία ως διοικητικού αδικήματος, για το οποίο απαιτείται άμεσος δόλος του παραβάτη.

Τρίτον, όπως είχε επικαλεσθεί η αναιρεσείουσα και προβάλει παραδεκτώς με την έφεσή της, η ποινική διαδικασία είχε περατωθεί με την αμετάκληση αθώωσή της από το ποινικό δικαστήριο για την ίδια υπόθεση, καθώς η συμπεριφορά της δεν προξένησε οικονομική ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως απαιτούσε η διάταξη. Τέλος, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του την απαλλαγή της αναιρεσείουσας ως στοιχείο του πραγματικού της υποθέσεως.

Το Δικαστήριο προχώρησε στην ερμηνεία της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου άλλωστε, δεσμεύει τα κράτη μέλη όταν θεσπίζουν και επιβάλουν κυρώσεις για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας, έχει δε κανονιστικό περιεχόμενο αντίστοιχο με αυτό του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, υιοθετεί παρόμοια με τα Engel κριτήρια για τη διάγνωση του “ποινικού” χαρακτήρα της διοικητικής κύρωσης, όπως το ύψος του προστίμου και τον σκοπό αυτού. Ακόμα, αντιτίθεται στην εξέλιξη διαδικασίας ή δίκης προς επιβολή τέτοιας διοικητικής κύρωσης όταν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική που επιβάλλει ποινή αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική. Και αυτό διότι έτσι βαίνει, κατ’ αρχήν, προδήλως πέρα των απαιτουμένων για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλομένων (άρθρα 50 και 52 παρ. 1 του Χάρτη). Εν προκειμένω, ενόψει ότι οι δύο “ποινικές” διαδικασίες επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς, δίχως να καταπιάνονται απλώς με διαφορετικές όψεις της ίδιας παραβατικής συμπεριφοράς, και ότι η οικεία νομοθεσία ως επί το πλείστον δεν διασφαλίζει τον συντονισμό τους ώστε η πρόσθετη επιβάρυνση που επιφέρει η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων στον καθ’ου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο, η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου δεν δικαιολογείται.

Ερμηνεύοντας το άρθρο 100 του Συντάγματος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής του ζητήματος του “ποινικού” χαρακτήρα του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας στο ΑΕΔ, ενόψει αντίθετης απόφασης Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω της σαφούς ερμηνείας αυτού. Ειδικότερα, η ενωσιακή αρχή ne bid in idem, όπως κατοχυρώνεται και στον Χάρτη, είναι αρκετά σαφής αναφορικά με το ζήτημα του “ποινικού” χαρακτήρα τέτοιων διοικητικών κυρώσεων, υπόψη της νομολογίας του ΔΕΕ, για να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα κατά το 267 ΣΛΕΕ. Υπό το φως δε του άρθρου 28 του Συντάγματος και της ερμηνευτικής του δήλωσης, το άρθρο 100 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ερμηνευτικό ζήτημα κανόνα ενωσιακού δικαίου λελυμένο σαφώς από το ΔΕΕ δεν ιδρύει αρμοδιότητα του ΑΕΔ για άρση αντιθέσεως διαφορετικών ερμηνειών ανώτατων εθνικών δικαστηρίων για τον ίδιο κανόνα, όπως ισχύει στην εθνική έννομη τάξη βάσει τυπικού νόμου. Και υπό το πρίσμα όμως της ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη και την αντίστοιχη νομολογία του ΔΕΕ, την κατ’ ουσίαν ταύτιση των κριτηρίων του άρθρου 50 του Χάρτη και του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αναφορικά με τον “ποινικό” χαρακτήρα τέτοιων διοικητικών κυρώσεων και τον σαφή χαρακτήρα του εν λόγω άρθρου της ΕΣΔΑ ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, δεν συντρέχει ούτε έτσι περίπτωση παραπομπής του κρίσιμου ερμηνευτικού ζητήματος στο ΑΕΔ.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε βάσιμο τον αναιρετικό λόγο περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem από το Διοικητικό Εφετείο. Έτσι, αναίρεσε το τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης που καταλογίζει στην αναιρεσείουσα το πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας και διακράτησε την υπόθεση ως προς αυτό, δεχόμενο εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία και εξαφάνισε κατά το αντίστοιχο μέρος της. Ακόμα, δίκασε και δέχτηκε εν όλω το αντίστοιχο σκέλος της προσφυγής ακυρώνοντας την πράξη της τελωνειακής αρχής ως προς το κεφάλαιο επιβολής στην αναιρεσείουσα του πολλαπλού τέλους. Η απόφαση ελήφθη με συγκλίνουσα γνώμη

 

Μ. Καλογεράκη, Α.  Δικηγόρος